- πρασόκουρον
- τὸ, Α1. δρεπάνι με το οποίο έκοβαν τα πράσα2. ως επίθ. φρ. «δρέπανα πρασόκουρα» — δρεπάνια με τα οποία κόβονται τα πράσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + -κουρον (< κουρά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρασόκουρον — leek slicer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασόργη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) πρασόκουρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + έργον] … Dictionary of Greek